πεμμάτιον

πεμμάτιον
πεμμάτιον, τό, Dim. of foreg.,
A small cake, Ath.14.645e.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεμμάτιον — small cake neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμμάτιον — τὸ, Α [πέμμα, ατος] υποκορ. τού πέμμα* …   Dictionary of Greek

  • πεμμάτια — πεμμάτιον small cake neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλιχίαρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «πεμμάτιόν τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πᾶν + θ. λιχ τού λείχω «γλείφω»] …   Dictionary of Greek

  • στακτικός — ή, όν, Α [στακτός] κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για διήθηση, για διύληση («στακτικόν πεμμάτιον πλακουντῶδες ἄλλοι δὲ ἀγγεῑα διυλίζοντα Νειλῷον ὕδωρ», Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”